- εθνολάτρης
- οθηλ. -ισσα που λατρεύει το έθνος του, ο θερμός πατριώτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εθνολάτρης — ο (θηλ. εθνολάτρις και εθνολάτρισσα, η) αυτός που υπεραγαπά το έθνος στο οποίο ανήκει … Dictionary of Greek